- ζωοποιητικός
- ζωοποι-ητικός, ή, όν,A generative, Theol.Ar.31;
τὸ ζ. Diocl.Fr.172
; vitalizing,θερμότης Steph.in Hp.1.132D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ ζ. Diocl.Fr.172
; vitalizing,θερμότης Steph.in Hp.1.132D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωοποιητικός — ή, ό (Α ζωοποιητικός, ή, όν) [ζωοποιώ] ικανός να δημιουργήσει ζωή, δημιουργός ζωής, ζωογόνος, ζωογονητικός … Dictionary of Greek
ζωοποιητικός — ή, ό ο ικανός να δημιουργήσει ζωή, ζωογονητικός, ζωογόνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωοποιητικῶν — ζωοποιητικός generative fem gen pl ζωοποιητικός generative masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοποιητικῆς — ζωοποιητικός generative fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοποιητική — ζωοποιητικός generative fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοποιητικήν — ζωοποιητικός generative fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)